- ἀπέκλινα
- ἀπέκλῑνα , ἀποκλίνωturn offaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκλίνω — αποκλίνω, απέκλινα βλ. πίν. 172 Σημειώσεις: αποκλίνω : στην επιστημονική ορολογία χρησιμοποιείται και η λόγια μτχ. ενεστώτα (π.χ. αποκλίνουσα νόηση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής